ακαματερός

ακαματερός
-ή, -ό
τεμπέλης: Ακαματερού ποδάρι δεν ιδρώνει (παροιμ. φρ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαματερός — ή, ό [ακαμάτης] 1. τεμπέλης, οκνηρός 2. (το βόδι) που δεν είναι κατάλληλο για όργωμα 3. (το δέντρο ή το φυτό) που ο καρπός του ωριμάζει πολύ αργά …   Dictionary of Greek

  • ακαμάτης — Ένα από τα πέντε μικρά νησιά που βρίσκονται μπροστά στο λιμάνι του Γαυρίου, της Άνδρου. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και ένα από τα τρία ακρωτήρια, στα οποία τελειώνει προς Α η ακτή του νότιου τμήματος της Άνδρου. Τα άλλα δύο λέγονται Άγιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”